πρωίου

πρωίου
πρώιος
early
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωϊότης — ητος, ἡ, Α [πρώϊος] (για καρπούς) η ιδιότητα τού πρωΐου, η πρωιμότητα …   Dictionary of Greek

  • Βάμβας, Νεόφυτος — (Χίος 1770 – Αθήνα 1855). Λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Φιλομαθής και ανήσυχη φύση, ο Β. άλλαζε τόπο εγκατάστασης σχεδόν συνεχώς έως τα σαράντα του χρόνια (Χίο, Σίφνο, Πάτμο, Βλαχία, Κωνσταντινού πολη, Παρίσι) για να παρακολουθήσει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”